- εκφορώ
- ἐκφορῶ (-έω) (AM)μεταφέρω έξω, μακριά, αποκομίζωμσν.(για ρούχα) βγάζωαρχ.1. μεταφέρω πτώμα για ταφή, κηδεύω2. σκάβω και βγάζω έξω, εξορύσσω3. διαρπάζω, λαφυραγωγώ4. παθ. ρίχνομαι στην ξηρά5. διαδίδω άκριτα, ξεστομίζω ασυλλόγιστα.
Dictionary of Greek. 2013.